Λουβέν

Λουβέν
(Louvain). Πόλη (89.000 κάτ. το 2000) του κεντρικού Βελγίου, στη φλαμανδική επαρχία της Βραβάντης. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ντέιλ, 27 χλμ. Α των Βρυξελλών. Αποτελεί αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο, με εγκαταστάσεις ζυθοποιίας, μηχανικών κατασκευών, χημικών βιομηχανιών, λιπασμάτων, βυρσοδεψείων, εργοστασίων υποδημάτων και αλευροποιίας. Ονομαστό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα της Λ. είναι το γοτθικού ρυθμού δημαρχείο της πόλης, που ιδρύθηκε τον 15o αι. Στις αίθουσές του φιλοξενούνται αρκετοί πίνακες διάσημων ζωγράφων. Αξιόλογα μνημεία είναι επίσης ο ναός του Αγίου Πέτρου (1425) με εξαιρετική εσωτερική αρχιτεκτονική και πλούσια εικονογράφηση, οι ναοί της Αγίας Γερτρούδης, του Αγίου Ιακώβου, του Αγίου Μιχαήλ και της Παναγίας των Δομινικανών. Στην πόλη λειτουργεί Ακαδημία Καλών Τεχνών, πινακοθήκη, αρχαιολογικό μουσείο και βοτανικός κήπος. Το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λ., ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά ιδρύματα του Βελγίου, ιδρύθηκε το 1425, ενώ το 1970 χωρίστηκε σε δύο ανεξάρτητα τμήματα, εκ των οποίων το ένα είναι γαλλόφωνο και το άλλο χρησιμοποιεί τη φλαμανδική διάλεκτο. Ιστορία. Η Λ. άκμασε κυρίως ως πρωτεύουσα του δουκάτου της Βραβάντης (1190-1383), πολύ πριν αναπτυχθεί η πόλη των Βρυξελλών. Στη διάρκεια του 14ου αι. η ανάπτυξη της υφαντουργίας και το εμπόριο μαλλιού συνετέλεσαν στην ευημερία της πόλης. Το 1382 ένας δούκας της Βραβάντης τιμώρησε με τόση αυστηρότητα τον πληθυσμό, εξαιτίας κάποιας απόπειρας εξέγερσης, ώστε χιλιάδες εργαζόμενοι στα υφαντουργεία αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ολλανδία και στην Αγγλία. Άμεση συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν η σταδιακή παρακμή της πόλης. Ελπίζοντας σε κάποια πρόσκαιρη ανάκαμψη ο Ιωάννης Δ’, δούκας της Βραβάντης, ίδρυσε πανεπιστήμιο (1425), χωρίς όμως αισθητά αποτελέσματα. Τον Αύγουστο του 1914 οι Γερμανοί λεηλάτησαν την πόλη, σκότωσαν γυναίκες και παιδιά, πήραν πολλούς ομήρους και πυρπόλησαν την περίφημη πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, καθώς και τον ναό του Αγίου Πέτρου. Η βιβλιοθήκη ανασυγκροτήθηκε αργότερα από δωρεές, αλλά καταστράφηκε για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Λ. σε αυτό τον πόλεμο βομβαρδίστηκε περισσότερο από κάθε άλλη βελγική πόλη. Ο καθεδρικός ναός της Λουβέν, ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία του Βελγίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέ Πουσέν, Σαρλ Ζαν Γκουστάβ Νικολά, βαρώνος — (Charles Jean Gustave Nicolas Baron de la Vallee Poussin, Λουβέν 1866 – Λουβέν 1962). Βέλγος μαθηματικός. Γιος καθηγητή γεωλογίας και μεταλλειολογίας στο πανεπιστήμιο της Λουβέν επί σαράντα χρόνια, ο Β.Π. ξεκίνησε σπουδές στο κολέγιο Ιησουϊτών… …   Dictionary of Greek

  • Βραβάντη — (Brabant). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, μεταξύ των εκβολών του Βάαλ και του μέσου ρου του Μόσα (Μάας). Κατά καιρούς είχε διαφορετικά σύνορα. Σήμερα η ονομασία διατηρείται σε τρεις επαρχίες, δύο στο Βέλγιο (Φλαμανδική και …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας …   Dictionary of Greek

  • Λεμέτρ, Ζορζ Εντουάρ — (Georges Édouard Lemaître, Σαρλερουά 1894 – Λουβέν 1966). Βέλγος αστροφυσικός και μαθηματικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο πανεπιστήμιο της Λουβέν και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου έδειξε μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό …   Dictionary of Greek

  • ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”